- πετροβόλος
- -α, -οαυτός που ρίχνει πέτρες, ο λιθοβόλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετροβόλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροβόλος — ο / πετροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.) αρχ. 1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α.… … Dictionary of Greek
πετροβόλοις — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut dat pl πετροβόλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροβόλον — πετροβόλος masc/fem acc sg πετροβόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροβόλου — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut gen sg πετροβόλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροβόλους — πετρόβολος throwing stones masc/fem acc pl πετροβόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροβόλων — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut gen pl πετροβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροβόλῳ — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut dat sg πετροβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρόβολον — πετρόβολος throwing stones masc/fem acc sg πετρόβολος throwing stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροβόλα — πετροβόλος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)